- τριήρης
- η-ους, πληθ. -εις, πολεμικό πλοίο των αρχαίων Ελλήνων με τρεις σειρές κουπιά σε κάθε πλευρά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τριήρης — a trireme fem acc pl (attic epic doric ionic) τριήρης a trireme fem nom/voc pl (doric ionic aeolic) τριήρης a trireme fem nom sg (ionic) τριήρης a trireme fem nom pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριήρης — Πολεμικό πλοίο των αρχαίων Ελλήνων. Είχε 3 υπερκείμενες σειρές κουπιά και επίσης 2 ιστία και 2 πανιά και κύριο όπλο της ήταν το έμβολο, κάτω από την πλώρη. Η πρώτη τ. φαίνεται πως κατασκευάστηκε στην Κόρινθο κατά το τέλος του 8ου αι. π.Χ. και από … Dictionary of Greek
τριήρει — τριήρης a trireme fem nom/voc/acc dual (attic epic ionic) τριήρεϊ , τριήρης a trireme fem dat sg (epic ionic) τριήρης a trireme fem dat sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριήρεες — τριήρης a trireme fem nom/voc pl (epic ionic) τριήρης a trireme fem nom pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριήρεις — τριήρης a trireme fem nom/voc pl (attic epic ionic) τριήρης a trireme fem nom pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριήρη — τριήρης a trireme fem acc sg (attic epic doric ionic) τριήρης a trireme fem nom/voc/acc dual (doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Триера — (τριήρης) у древних греков трехгребное судно, на котором гребцы располагались в три яруса. Гребцы размещались у обоих бортов Т.; сидевшие в первом, верхнем ярусе назывались франитами (θρανϊται). Немного ниже сидели зевгиты (ζευγιται), еще ниже… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
τριηρέων — τριήρης a trireme fem gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριηρῶν — τριήρης a trireme fem gen pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριῆρες — τριήρης a trireme fem voc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)